Σελίδες

Ιστορία

Παρουσιάσεις μαθητών 
     

   Εργασίες μαθητών:



Προϊστορία της διατροφής

Ο πρωτόγονος άνθρωπος εξασφάλιζε την τροφή του από το περιβάλλον του, ήταν δηλ. τροφοσυλλέκτης και τρεφόταν με καρπούς, έντομα, ρίζες, ψάρια. Επίσης, ήταν κυνηγός και έτρωγε τα ζώα που σκότωνε.
Αργότερα, με την ανάπτυξη της γεωργίας και τη Γεωργική Επανάσταση, η διατροφή του εμπλουτίστηκε περισσότερο με γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Τα δημητριακά, το ψωμί, τα ζυμαρικά, τα όσπρια, το γάλα, το βούτυρο, το τυρί, το κρέας, το λάδι προστέθηκαν στη διατροφή του και ο άνθρωπος εγκαταστάθηκε πλέον σε μόνιμους οικισμούς. Οι πρώτες κοινότητες εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί όπου υπήρχε σταθερή παροχή νερού, στις κοιλάδες των ποταμών Τίγρα, Ευφράτη, Νείλου, Ινδού και Κίτρινου Ποταμού.
Η αρχαία Αίγυπτος ονομάζεται από τον Ηρόδοτο «δώρο του Νείλου», καθώς ο ποταμός πλημμύριζε κάθε χρόνο καλύπτοντας τη γη για πολλά χιλιόμετρα και αφήνοντας ένα πλούσιο στρώμα λάσπης, που την καθιστούσε εύφορη. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εισήγαγαν πολλές νέες τροφές στο μεσογειακό κόσμο. Από το 4000 π.Χ. είχαν εισάγει το καρπούζι από τη Νότια Αφρική και το σ΄τκο από τη Μικρά Ασία. Από το 1200 π.Χ. έκαναν εισαγωγή κανέλας από την Κεϋλάνη. Επίσης, οι Αιγύπτιοι εφηύραν τον τρόπο συντήρησης του κρέατος με την αφυδάτωση. Ανακάλυψαν ακόμη ότι τα αβγά εκκολάπτονται όταν θάβονται στην κοπριά. Τέλος, έφτιαξαν τυρί, καθώς  και μπύρα από κριθάρι, χουρμάδες και νερό.

         Κωνσταντίνα Τοπουζίδη, Ειρήνη Σουλιούδη, Γιάννης Τσούλφας, Α4

 

 

Η αρχαία ελληνική διατροφή 
         Η γαστρονομική παράδοση της Ελλάδας είναι από της αρχαιότερες στον κόσμο. Ξεκινώντας από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα συνδυάζει αρώματα, υλικά και τεχνοτροπίες δημιουργώντας μια παράδοση γεύσεων από τις πιο εύγεστες. Τα τελευταία χρόνια η αρχαία ελληνική κουζίνα αποτελεί αντικείμενο μελέτης όχι μόνο αρχαιολόγων και ιστορικών αλλά και άλλων ερευνητών όπως παθολόγων, φυσικών ιατρών και ιατροδικαστών, που με τη βοήθεια της τεχνολογίας και της βιοϊατρικής προσπαθούν να φέρουν στο φως ό,τι έχει σχέση με τις διατροφικές συνήθειες των προγόνων μας στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα και τη συμβολή τους στην πρόληψη και στη θεραπεία ασθενειών. Από τις αρχαιολογικές ανασκαφές έρχονται στο φως τα είδη και σχήματα δοχείων, σκευών και μαγειρικών εργαλείων που μαρτυρούν μια ιδιαίτερα προηγμένη και εκλεπτυσμένη και υγιεινή κουζίνα. 
         Η αρχαία ελληνικά κουζίνα ήταν πλούσια σε δημητριακά, λαχανικά, φρούτα, γαλακτοκομικά και λάδι και αρκετά συχνά ψάρι. Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν λίγο ή και καθόλου κρέας, το οποίο συνήθιζαν να τρώνε κατεξοχήν στις θρησκευτικές γιορτές. Το μεσημέρι υπάρχει ένα σύντομο γεύμα, το «άριστον», ψωμί με τυρί κατσικίσιο ή ελιές και σύκα. Το βασικό όμως γεύμα της ημέρας ήταν το δείπνο. Στη Σπάρτη η διατροφή ήταν ακόμα πιο λιτή. Το καλύτερο φαγητό τους ήταν ο «μέλας ζωμός», είδος ραγκού από χοιρινό κρέας αίμα, ξύδι και αλάτι. Οι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν κουτάλια και προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μία κόρα ψωμιού. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια τους. Τέλος οι Έλληνες εκτός από νερό έπιναν και κρασί. Το ανακάτευαν με νερό ώστε να μην  μεθάνε. Με αφορμή κάποια οικογενειακή γιορτή ή τον ερχομό κάποιου αγαπημένου προσώπου ή κάποια πολιτική νίκη ή άλλου είδους διάκριση διοργανώνονταν τα συμπόσια. 
     Οι αρχαίοι Έλληνες  ήταν οι πρώτοι που κατέγραψαν τρόπους παρασκευής φαγητών δημιουργώντας έτσι το πρώτο γαστρονομικό αρχείο του κόσμου. Ακολουθώντας τις διατροφικές συμβουλές των μεγάλων ανδρών του Πυθαγόρα, του Ησίοδου και του πατέρα της ιατρικής Ιπποκράτη, διδασκόμαστε, ακόμα και σήμερα, πώς να αποκτήσουμε μέσω της σωστής διατροφής όχι μόνο τη σωματική μας υγεία αλλά και την πνευματική και ψυχική μας ισορροπίας, επιβεβαιώνοντας έτσι περίτρανα το γνωστό ρητό: «Νους υγιής, εν σώματι υγιεί».
                                                                                                                                Γιώργος Μάγγας, B2







 Τα συμπόσια
 
        Τα συμπόσια ήταν καθαρά εκδηλώσεις της πιο εύπορης τάξης. Σε αυτά μετείχαν μόνο άνδρες και διαδραματίζονταν σε έναν χώρο που ονομαζόταν «ανδρών» ή «ανδρωνίτης». Οι γυναίκες έχουν δικό τους χώρο τον γυναικωνίτη. Η χωρητικότητα του ανδρωνίτη προσδιορίζεται από τις κλίνες του. Σήμερα οι αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν τον «ανδρώνα» από α) την τοποθέτηση της πόρτας, β) το μήκος των τοίχων, γ) από κάποια σημάδια που αφήνουν τα τραπέζια.
       Κατά τη διάρκεια των συμποσίων οι συνδαιτυμόνες ξάπλωναν στα ανάκλιντρα ενώ οι νεότεροι δεν ξάπλωναν ως ένδειξη σεβασμού. Οι προσκλήσεις των συμποσίων είναι αυστηρά προσωπικές. Οι καλεσμένοι μπαίνοντας στον χώρο έβγαζαν τα παπούτσια τους και οδηγούνταν σε θέσεις όπου ξάπλωναν. Εκείνοι που χρήζουν μεγαλύτερου σεβασμού κάθονταν κοντά στον διοργανωτή του συμποσίου. Μετά ακολουθούσε σερβίρισμα φαγητών σε μικρά τραπέζια. Το δείπνο άρχιζε με το «πρόπωμα» και με το πέρας του φαγητού τελείωνε το πρώτο μέρος του συμποσίου. Έπειτα οι συνδαιτυμόνες πλένονταν και έκαναν σπονδές στους θεούς και ιδιαίτερα στο θεό Διόνυσο. Συχνά μετά τις σπονδές έπαιζαν τον «ερωτικό κότταβο».        
    Κατά τη διάρκεια της οινοποσίας συζητούσαν θέματα κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά, απάγγελλαν ποιήματα  και γενικώς διασκέδαζαν παρακολουθώντας γελωτοποιούς με τη συνοδεία λύρας η αυλού. Τα συμπόσια αποτέλεσαν συχνά πηγή έμπνευσης για τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και άλλους αρχαίους συγγραφείς.
                                                                                                              Παναγιώτης  Μοσχόπουλος, B2





Οι διατροφικές συνήθειες στην εποχή του Ομήρου



Σύμφωνα με αναφορές στον Όμηρο, το ψωμί αποτελούσε βασικό στοιχείο της διατροφής των ανθρώπων της εποχής του, γι’ αυτό και τους αποκαλεί «ψωμοφάγους». Το ψωμί είναι η πρώτη τροφή που τοποθετούν πάνω στο τραπέζι. Αυτό, μαζί με ένα ποτήρι κρασί, προσφέρουν σε κάθε επισκέπτη ως ένδειξη φιλοξενίας. Για παράδειγμα, στην Οδύσσεια, ο χοιροβοσκός Εύμαιος, όταν φιλοξενεί στην καλύβα του τον Οδυσσέα, του προσφέρει πρώτα ψωμί και μετά κρασί. Επίσης, η Πηνελόπη στο παλάτι του Οδυσσέα προσφέρει στους μνηστήρες, εκτός από το ψητό κρέας, κρασί και ψωμί. Αλλά και η Καλυψώ, όταν αποχαιρετά τον Οδυσσέα από το νησί της, του προσφέρει κρασί και ψωμί.  
Χαρακτηριστικό είναι ότι στις θυσίες δεν παραλείπουν να ραντίσουν με άσπρο αλεύρι το ωμό κρέας που προσφέρουν ως θυσία στους θεούς, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Το ίδιο κάνουν πολλές φορές και στο ψητό κρέας. Η ιερότητα του ψωμιού φαίνεται και στον όρκο που δίνουν σε αυτό, όπως για παράδειγμα στην Οδύσσεια, στον όρκο που δίνει ο Οδυσσέας-ζητιάνος προς το χοιροβοσκό Εύμαιο: «Μα τον Δία, μα το ψωμί που μου ’δωκες να φάω, πριν να περάσει ένας μήνας ή πριν μπει ο επόμενος, θα γυρίσει ο Οδυσσέας να τιμωρήσει αυτούς που δε σεβάστηκαν τη γυναίκα του και το παιδί του».
Επίσης, ο τρόπος που αναφέρεται ο Όμηρος στον πλούσιο κάμπο της Πύλου, που κυβερνά ο Νέστορας, δείχνει το σεβασμό που υπήρχε προς τα δημητριακά και κατ’ επέκταση προς το ψωμί, τονίζοντας το ρόλο που παίζουν αυτά στη ζωή του ανθρώπου.
Είναι εμφανές, ωστόσο, όπως φαίνεται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, ότι η εποχή στην οποία αναφέρεται ο Όμηρος είναι στενά συνδεδεμένη με την κρεοφαγία. Αυτό είναι πιθανό να σχετίζεται με την ανεπτυγμένη στους τόπους όπου διαδραματίζονται τα έπη κτηνοτροφία. Μάλιστα, έπειτα από τη θυσία ενός ζώου για την εξασφάλιση της εύνοιας των θεών, ακολουθεί η βρώση του κρέατος που συνοδεύεται με ψωμί και άφθονη πόση κρασιού. Τα ζώα που θυσιάζονται είναι κυρίως μοσχάρια, βόδια, αρνιά και κατσίκια και το κρέας τους προσφέρεται σε αφθονία στους φιλοξενούμενους.
Ο τρόπος που ψήνουν το κρέας την εποχή εκείνη περιγράφεται λεπτομερώς στους ομηρικούς στίχους. Τα μπούτια των ζώων τα τυλίγουν μας τη σκέπη, και στη συνέχεια τα ψήνουν ραντίζοντάς τα με κρασί. Τα υπόλοιπα μέρη τα κόβουν σε μικρά κομμάτια, το περνούν στις σούβλες και τα ψήνουν. Ιδιαίτερος μεζές θεωρείται η νεφραιμιά, τα εντόσθια, τα οποία επίσης περνούν σε σούβλες και ψήνουν.
Άξιος σχολιασμού είναι είναι ο τρόπος που ο Όμηρος, στην Οδύσσεια, περιγράφει τους Κύκλωπες, ως ανθρωπόμορφα τέρατα, αυστηρά κρεατοφάγους που απέχουν από κάθε είδους καλλιέργεια της γης. Αγνοούν τη γεύση του ψωμιού αλλά και του κρασιού. Με την περιγραφή του αυτή τους παρουσιάζει ως απολίτιστους και αποκρουστικούς. Αντίθετα, τους Λωτοφάγους, που τρέφονται με λωτούς, τους παρουσιάζει ως εξευγενισμένους και φιλόξενους. Όποιος μάλιστα δοκιμάσει την τροφή τους δεν θέλει να φύγει από τη χώρα τους.
Στα ομηρικά χρόνια δεν υπήρχαν μάγειροι. Το άλεσμα των σπόρων και τις υπόλοιπες δοκιμασίες για την προετοιμασία του φαγητούς είχαν αναλάβει οι  δούλες. Συχνά, τα ετοίμαζε ο ίδιος ο οικοδεσπότης, με τη βοήθεια φίλων.
Η φιλοξενία ήταν μια από τις ιερότερες συνήθειες της εποχής του Ομήρου. Αυτό είναι εμφανές στην Οδύσσεια, στην περιγραφή της επίσκεψης του Οδυσσέα στην καλύβα του Εύμαιου. Η πρώτη μερίδα του δείπνου που ετοιμάζει ο Εύμαιος είναι αφιερωμένη στις Νύμφες και στον Ερμή, οι υπόλοιπες μοιράζονται στους φιλοξενούμενους και τιμητικά στον Οδυσσέα-ζητιάνο προσφέρεται και η νεφραιμιά. Το δείπνο συνοδεύεται από άφθονο ψωμί και κρασί. Χαρακτηριστική είναι ακόμη η υποδοχή της Αθηνάς-Μέντη από τον Τηλέμαχο με άφθονο φαγητό, κρασί, ψητό κρέας και ψωμί. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ακόμα και στην περίπτωση των υπερφίαλων μνηστήρων τηρείται απαρέγκλιτα  το τυπικό της φιλοξενίας εκ μέρους της Πηνελόπης.
Συμπερασματικά, από όσα μας αναφέρει ο Όμηρος, καθίσταται σαφής ο έμπρακτος σεβασμός των ανθρώπων της εποχής του στο θεσμό της φιλοξενίας, ως ένδειξη ανώτερου πολιτισμού.

                                                                      Αλέξανδρος Κληρίδης, Κωνσταντίνος Νικολέτος Β2


Το διαιτολόγιο των αρχαίων Ελλήνων


Όπως μας αναφέρει ο Ηρόδοτος, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν «για παντοτινό τους σύντροφο τη φτώχεια». Μόνο οι πλούσιοι έτρωγαν κρέας, έπιναν άφθονο κρασί και έπαιρναν μέρος σε συμπόσια.

Οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν ιδιαίτερα λιτοδίαιτοι σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες. Αυτή τη λιτή διατροφή τους ο Αριστοφάνης τη θεωρί μεγάλο πλεονέκτημα και θεωρεί ότι σε αυτήν οφείλεται το υψηλό πολιτισμικό τους επίπεδο. Τρώγοντας με λιτό τρόπο, το σώμα γινόταν υγιές και το πνεύμα οξύ. Η αθηναϊκή διατροφή είχε ως βάση τοψωμί και ακολουθούν: οι ελιές, τα σύκα, οι σταφίδες, το μέλι, τα χορταρικά με λάδι, τα σταφύλια και τα μήλα. Η αττική γη, η οποία ήταν «λεπτόγεως», δηλ. άπαχη, ήταν ο κυριότερος λόγος της λιτής διατροφής των Αθηναίων, καθώς επίσης και η έλλειψη νερού που εμπόδιζε τις καλλιέργειες.

Ωστόσο, και οι Σπαρτιάτες έμειναν γνωστοί στην ιστορία λόγω της λιτής διατροφής τους. Το καλύτερο φαγητό τους ήταν ο «μέλας ζωμός», ένα είδος ραγκού από χοιρινό κρέας, αίμα, ξίδι και αλάτι. Έτρωγαν πάντα σε ομαδικά γεύματα, τα συσσίτια. Παρόμοια έθιμα είχαν και οι Κρήτες.

Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, οι πεδιάδες της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας και μερικές της Πελοποννήσου ήταν ιδιαίτερα εύφορες. Τα σημαντικότερα προϊόντα της αρχαίας Ελλάδας ήταν τα εξής: το κριθάρι, το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι ελιές. Η Αττική επίσης φημιζόταν για το μέλι και τα σύκα της.  Τα σύκα της Αθήνας μάλιστα θεωρούνταν τα καλύτερα στην Ελλάδα, γι’ αυτό οι Αθηναίοι απαγόρευαν την εξαγωγή τους και όποιον την έκανε λαθραία τον ονόμαζαν συκοφάντη.

Το λάδι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Εκτός από τη χρήση του στο φαγητό, ήταν απαραίτητο και σε άλλους τομείς της ζωής τους, όπως στο φωτισμό και στην παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών.

Απ’ την άλλη πλευρά, οι πλούσιοι στην αρχαιότητα διατρέφονταν με άφθονα και ποικίλα εδέσματα και παρέθεταν συμπόσια. Στην εποχή του Περικλή, σύμφωνα με τους «Δειπνοσοφιστές» (Β,28) του Αθήναιου, ένα δείπνο πλουσίου περιλάμβανε: λαγό μαγειρεμένο με μέντα και θυμάρι, ψητές τσίχλες και ορτύκια, αρνάκι ή γουρουνόπουλο σούβλας, πίτες της «Αθήνας» με τυρί ή μέλι, γλυκύσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι με μελωμένο κρασί και σουσάμι, τυρί Αχαΐας, σύκα και μέλι Αττικής, οίνο από τη Χίο και τη Λέσβο, σταφύλια, χέλια-ψάρια λίμνης Κωπαΐδας, θαλασσινά από την Εύβοια, βολβούς, ψωμί από την Πύλο, φάβα, τηγανίτες με μέλι, ραπανάκια και άλλες λιχουδιές, τα «νωγαλεύματα».

Ο Ρομπέρ Φλασελιέρ στο έργο του «Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων» περιγράφει τη λιτή διατροφή και τα γεύματα των αρχαίων Αθηναίων. Το πρόγευμά τους λεγόταν «ακράτισμα» και απαρτιζόταν από λίγο κριθαρένιο ψωμί, βουτηγμένο σε άκρατο οίνο και συνοδευμόμενο κάποιες φορές από ελιές και σύκα ή από μια κούπα «κυκεώνα», ρόφημα από βρασμένο κριθάρι απρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι. Το μεσημεριανό γεύμα ονομαζόταν «άριστον» και περιλάμβανε ψωμί με τυρί κατσικίσιο ή ελιές και σύκα. Το βασικό γεύμα της ημέρας ήταν το δείπνο, το οποίο στα δείπνα των χωρικών περιλάμβανε κριθαρένιο χυλό και ψωμί από κριθάρι. Σπανιότερα έτρωγαν λαχανικά, κίσσες ή χελιδόνια. Στα σπίτια των πλουσίων το δείπνο αποτελούνταν από δημητριακά και ψωμί σταρένιο, καθώς και ψάρια ή λουκάνικα, τυρί, κουλούρες και ραπανάκια. Συχνά μάλιστα τελείωναν το δείπνο τους με ένα επιδόρπιο, τα «τραγήματα», δηλ. φρούτα φρέσκα ή ξερά ή γλυκά με μέλι. Κρέας έτρωγαν κατεξοχήν στις θρησκευτικές γιορτές, συνήθως αρνί ή κατσίκι και στις μεγάλες γιορτές αγελάδες. 

                                                                                       Νίκος Μπουραζάνης, Β2

                  Συμβουλές των σοφών της αρχαιότητας για τη διατροφή
                               
Οι περισσότεροι σοφοί της αρχαιότητας τονίζουν τη σημασία της διατροφής για την υγεία του ανθρώπου. Προτείνουν τη λιτή διατροφή που στηρίζεται ως επί το πλείστον στα φρούτα και στα λαχανικά.
Στην αρχαιότητα, οι αθλητές στα γυμνάσια διδάσκονταν και διαιτητική παράλληλα με τη σωματική τους άσκηση. Σιτίζονταν δηλ. με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να αποδίδουν πνευματικά και σωματικά το μέγιστο δυνατό. Η τροφή τους αποτελούνταν από ξερά σύκα, καρύδια, φουντούκια και βρασμένο σιτάρι ή ψωμί. Απαγορευόταν αυστηρά η χρήση τπυ οίνου από αυτούς.
Ο Θεόφραστος, μαθητής του Πλάτωνα, διδάσκοντας και ακολουθώντας λιτή δίαιτα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 107 ετών! Ακόμη, ο Διογένης πρότεινε την αποφυγή του κρέατος, γιατί θεωρούσε ότι αποχαυνώνει το πνεύμα. Σημαντική υπήρξε επίσης η συνεισφορά του Πυθαγόρα ως εισηγητή της επιστημονικής διαιτητικής. Υποστήριζε ότι «ο άνθρωπος είναι ό,τι τρώει, πίνει και σκέπτεται». Η καλύτερη τροφή, κατά τον Πυθαγόρα, είναι η φυτική και μάλιστα τα ωμά λαχανικά και φρούτα, ενώ είναι αντίθετος με την κρεοφαγία Πρότεινε ακόμα στους μαθητές του να τρώνε με μέτρο και με χάρη. Επιπλέον, ο ιατρός Ερυξίμαχος, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, υπογραμμίζει τη σημασία της υγιεινής διατροφής για την Ιατρική. Τέλος, ο Πλάτωνας προτείνει ένα λιτό τρόπο διατροφής για όποιον επιθυμεί να ζήσει πολλά χρόνια: «Να τρέφεστε με ψωμί πιτυρούχο, ελιές, τυρί, βολβούς, λαχανικά, ξηρούς καρπούς, σύκα και όσπρια. Ακολουθώντας αυτόν τον τρόπο διατροφής, θα ζείτε με ειρήνη και ευεξία και φυσικά θα πεθάνετε γέροι».
                                                
                                                   Αλέξανδρος Κληρίδης Β2
 

O Ιπποκράτης για τη διατροφή


Ο Ιπποκράτης, όντας υπέρμαχος της προληπτικής ιατρικής, μελέτησε διεξοδικά το ζήτημα της διατροφής. Επηρεασμένος από τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα, τόνισε την έννοια της «αρμονίας», της εξισορρόπησης δηλαδή των αντίθετων δυνάμεων στον ανθρώπινο οργανισμό, για την υγεία. Για τη διατροφή που ακολουθεί ο άνθρωπος, με στόχο την υγεία, σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως το κλίμα, η ηλικία, η φύση του ανθρώπου και γενικώς οι συνήθειές του.

Για να γίνει κατανοητό ποια είναι η σωστή τροφή για κάθε άνθρωπο, ο Ιπποκράτης αναλύει τη σύνθεση του ανθρώπινου οργανισμού. Ο άνθρωπος αποτελείται από δύο στοιχεία:τη φωτιά και το  νερό, καθένα από τα οποία έχει διαφορετική δύναμη. Βασιζόμενος στη μελέτη του ανθρώπινου οργανισμού, ο Ιπποκράτης προτείνει ως ιδανικότερο διαιτολόγιο για την πλειονότητα των ανθρώπων αυτό που είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις τέσσερις εποχές του έτους. Συγκεκριμένα, το χειμώνα προτείνει να πίνουν όσο γίνεται λιγότερα υγρά και να τρέφονται κυρίως με σταρένιο ψωμί και ψητά, καθώς και να πίνει κρασί όσο γίνεται λιγότερο αραιωμένο. Την άνοιξη, ο άνθρωπος πρέπει να τρώει λιγότερο και να πίνει περισσότερα υγρά. Να τρώει μαλακές τροφές, πολλά βραστά και κριθαρένιο ψωμί και να πίνει κρασί περισσότερο αραιωμένο. Το καλοκαίρι πρέπει να τρώει ακόμη λιγότερο και να πίνει άφθονα υγρά. Η τροφή του πρέπει να αποτελείται από μαλακό κριθαρένιο ψωμί, βραστά και πολλά λαχανικά και φρούτα. Τέλος, το φθινόπωρο πρέπει σταδιακά να τρώει περισσότερο και να πίνει λιγότερο. Η τροφή γίνεται στεγνότερξ και το κρασί πίνεται λιγότερο αραιωμένο. Όσον αφορά την ηλικία, προτείνει στα νεαρά άτομα να ακολουθούν μια μαλακότερη και υγρότερη δίαιτα, ενώ στα ηλικιωμένα πιο στεγνή δίαιτα.

Στους μαθητές του ακόμη προτείνει την αποφυγή επιβλαβών θεραπειών και φαρμάκων και την επιδίωξη της δίαιτας, της ηλιοθεραπείας, της αεροθεραπείας, της γυμναστικής και της κλιματοθεραπείας. Τέλος, ο Ιπποκράτης αντιλαμβάνεται την Υγεία ως προσωποποίηση της σωματικής και πνευματικής ευεξίας.

                                                                                                Αλέξανδρος Κληρίδης, Β2

 
                                              


Αρχαία ελληνική διατροφή - συμπόσια


Οι ρίζες της πλούσιας γαστρονομικής ταυτότητας χάνονται βαθιά μέσα στον χρόνο. Ξεκινώντας από τα προϊστορικά χρόνια φτάνοντας μέχρι και την σημερινή εποχή έχει δημιουργηθεί μια παράδοση γεύσεων από τις πιο εύγευστες. Όπως έλεγε ο Εύρων, «Ουδέν ο μάγειρος του ποιητου διαφέρει, ο νους γαρ εστίν τούτων τέχνη». Δηλαδή παρομοίαζε τον μάγειρα με τον ποιητή, γιατί και οι δυο αρχίζουν με ποίκιλα υλικά και συνδυάζοντας την φαντασία τους καταλήγουν ο μεν ποιητής να γοητεύσει την ακοή και το πνεύμα μας, ο δε μάγειρας την οσμή και τη γεύση μας.

Τα τελευταία χρόνια η αρχαία ελληνική κουζίνα αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε πολλούς τομείς της επιστήμης. Από τις αρχαιολογικές ανασκαφές έρχονται στο φως τα είδη και σχήματα δοχείων, σκευών και μαγειρικών εργαλείων που μαρτυρούν μια ιδιαίτερα εξελιγμένη, εκλεπτυσμένη και υγιεινή κουζίνα.

Η αρχαία ελληνική κουζίνα ήταν πλούσια σε δημητριακά, λαχανικά, φρούτα, γαλακτοκομικά λαδί και αρκετά συχνά ψάρι. Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν λίγο η καθόλου κρέας, το οποίο συνήθιζαν να τρώνε κατεξοχήν σε θρησκευτικές γιορτές.

Ο απλός Αθηναίος πολίτης τρέφεται καθημερινά πολύ λιτά. Το πρόγευμά του, το «ακράτισμα» απαρτίζεται από λίγο κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και συχνά συνοδεύεται από ελιές ή σύκα. Το μεσημέρι υπάρχει ένα σύντομο γεύμα το «άριστον», ψωμί με τυρί κατσικίσιο ή ελιές και σύκα. Το βασικό τους γεύμα τους ημέρας είναι το δείπνο το οποίο περιλαμβάνει κριθαρένιο χυλό και ψωμί από κριθάρι. Στα σπίτια των πλουσίων το δείπνο ήταν πλούσιο, περιελάμβανε το επιδόρπιο, τα «τραγήματα» και φρούτα.


Στη Σπάρτη η διατροφή ήταν ακόμα πιο λιτή και χωρίς πολυτέλειες. Το καλύτερο φαγητό τους ήταν ο «μέλας ζωμός», είδος ραγκού από χοιρινό κρέας, αίμα, ξύδι και αλάτι.

    Στην αρχαία Ελλάδα με αφορμή κάποια ειδική περίσταση διοργανώνονταν συμπόσια. Τα συμπόσια ήταν καθαρά εκδηλώσεις της εύπορης τάξης, Σε αυτά παρευρίσκονταν μόνο άνδρες, γι’αυτό και ο χώρος ονομάζονταν «ανδρών» ή «ανδρωνίτης». Θέματα συζήτησης ήταν κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά. Επίσης, απήγγελλαν ποιήματα, έλεγαν αινίγματα και ψυχαγωγούνταν από γελωτοποιούς, πάντα με την συνοδεία μουσικής.

   Τα συμπόσια αποτέλεσαν μεγάλη πηγή έμπνευσης για πολλούς αρχαίους συγγραφείς (Πλάτωνα, Ξενοφώντα, Πλούταρχο). Ακολουθώντας τις διατροφικές συμβουλές των μεγάλων ανδρών, διδασκόμαστε όχι μόνο πως θα έχουμε σωματική υγεία αλλά και πνευματική και ψυχική, επιβεβαιώνοντας έτσι περίτρανα το γνωστό ρητό: «Νους υγιής, εν σώματι υγιει».

                                                                         

                 Εβελίνα Αννούση Α2, Νίκη Ζαγγογιάννη Α2,  Βάσω Μπρίγκου Α3, Οδυσσέας Στυλίδης Α4




Διατροφή στην Αρχαία Ελλάδα


    Οι διατροφικές συνήθειες των Αρχαίων χαρακτηρίζονταν από λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις αντίξοες συνθήκες υπό τις οποίες διεξαγόταν η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Στην καλλιέργεια κυριαρχούσαν τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι), οι ελιές και τα αμπέλια, η λεγόμενη μεσογειακή τριάδα, τα οποία οι Έλληνες θεωρούσαν δώρα της Δήμητρας, της Αθηνάς και του Διονύσου αντίστοιχα.                                                       
                                                                         
   Τη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων αποτελούσαν τα δημητριακά και σε περιπτώσεις ανάγκης, ένα μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευάζονταν και ο άρτος. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβίθια). Σημαντική θέση στις ασχολίες των κατοίκων κατείχε το κυνήγι, όπως και το ψάρεμα σε ποτάμια, λίμνες και θάλασσα, με προϊόντα που παρείχαν σημαντικό συμπλήρωμα διατροφής.  Η κατανάλωση όμως κρέατος και θαλασσινών καθορίζονταν από την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, καθώς και από το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή σε παραθαλάσσια περιοχή. Επιπλέον, οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και ιδίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γίνονταν χρήση κυρίως του ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί αναμειγμένο με νερό.

Γεύματα
    Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία στον αριθμό. Το πρώτο από αυτά (κρατισμός) αποτελούσε κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (κρατος), συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές.
  Το δεύτερο (ριστον) λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Το τρίτο (δεπνον), το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της ημέρας, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα (σπέρισμα) αργά το απόγευμα. Τέλος, το ριστόδειπνον ήταν ένα κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου.
  Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο (βραδινό γεύμα) υπήρχε και το «επίσημο» δείπνο, το οποίο πραγματοποιούνταν με την παρουσία φίλων ή γνωστών. Το γεύμα αυτό ονομάζονταν "συμπόσιο" ή "εστίαση" και σήμερα αποκαλείται συνεστίαση. Οργανώνονταν ακόμη δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν είτε οικονομικά, είτε με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν "συμβολές".

Τρόφιμα
   Τα δημητριακά συνιστούσαν τη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων, κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή και την κλασσική περίοδο. Περιλάμβαναν προϊόντα όπως το σκληρό σιτάρι (πύρος), την όλυρα (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί).
   Το σιτάρι μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο πιθανούς τρόπους: πρώτη περίπτωση ήταν το άλεσμά του με σκοπό να γίνει χυλός και κατά συνέπεια να αποτελέσει συστατικό του λαπά. Η άλλη περίπτωση ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (λείατα), από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι.
  Λόγω της δυσκολίας του για επεξεργασία προκειμένου την παραγωγή ψωμιού, το κριθάρι χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομάζονταν μζα. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού, ζυμαρικών ή ακόμη και πίττας.
   Κάθε στερεή τροφή που συνόδευε το ψωμί ονομάζονταν όψον: χόρτα, κρεμμύδια, ελιές, ψάρια, κρέας, φρούτα, γλυκίσματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι μία πολύ αγαπημένη τροφή των αρχαίων Ελλήνων ήταν το έτνος, φάβα από κουκιά και φακές. 
  Το κρέας ήταν ακριβό, γι’ αυτό σπάνια το έτρωγαν, και αυτό ήταν κυρίως από κρέας πουλερικών, γουρουνόπουλα ή το κυνήγι. Εκ παραλλήλου, τα ψάρια συγκροτούσαν βασική τροφή και τα έτρωγαν φρέσκα ή παστά, (τάριχος).  
   Το δείπνο τελείωνε με επιδόρπιο, τράγημα: φρούτα φρέσκα ή ξερά, γλυκά, μέλι, καρύδια. Βασικό τους ποτό ήταν το κρασί, που το έπιναν συνήθως νερωμένο, για να έχουν διαύγεια στη συζήτησή τους.

                                                                                       Μαρία Παναγιωτοπούλου, Μαρίλη Παϊζάνου, Α3
Σκηνή συμποσίου






                         

H διατροφή στην αρχαία Ρώμη

Στη Ρώμη της Pax Romana, η απέραντη ειρήνη επιτρέπει ευημερία, ακόμη και για τις κατώτερες τάξεις, γι’ αυτό έχουμε γευστικό πλούτο. Μπαχαρικά απ’ όλο τον κόσμο φτάανουν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
Ο πολτός των οσπρίων είναι χαρακτηριστικό φαγητό των φτωχών, όπως και το άλειμμα τυριού, ένα μείγμα με τυρί, βότανα, σκόρδα, ξηρούς καρπούς, που τρώγεται με λίγο ψωμί. Ένα πρόχειρο γεύμα των αγροτών κι όμως εξαιρετικά νόστιμο και ποιοτικό.
Όσο περνάμε στην πιο τρυφηλή, πολυδάπανη μαγειρική, υπάρχει μεγάλη πολυπλοκότητα. Στην αυτοκρατορική κουζίνα ανήκει το γεμιστό με σύκα γουρουνόπουλο, όπως και τα «λουκάνικα», που μοιάζουν με μικρά κεφτεδάκια, τυλιγμένα με έντερο ή με τη μεμβράνη από την κοιλιά του ζώου. Το φαγητό αυτό απαιτεί χρόνο και ακριβά υλικά. Κρέας, μουλιασμένο ψωμί μέσα σε κρασί, κουκουνάρια, μαγειρεμένα όλα μαζί σε πετιμέζι.
Όσον αφορά τα γλυκά, ενδιαφέρον παρουσιάζει το tyropatina, που υποθέτουμε ότι έχει ελληνική καταγωγή, αφού ένα μέρος της μαγειρικής των ελληνιστικών χρόνων συνεχίστηκε και στη ρωμαϊκή κουζίνα. Φτιάχνεται με αβγά, γάλα και πιπέρι. Μαύρο πιπέρι έει και το γάστρι, κάτι σαν παστέλι με μέλι, φουντούκια, αμύγδαλα και ένα στρώμα παπαρούνας στη μέση που το κάνει μαύρο.
Για τα φαγητά της ρωμαϊκής εποχής μας έχουν σωθεί συνταγές, ωστόσο πολλά από τα υλικά τους δεν υπάρχουν πια.

         Κωνσταντίνα Τοπουζίδη, Ειρήνη Σουλιούδη, Γιάννης Τσούλφας, Α4
                               

                                  Διατροφικές συνήθειες κατά τους Βυζαντινούς χρόνους

         Το Βυζαντινό τραπέζι διακρινόταν από ποικιλία, φαντασία, πολυμορφία. Τα κύρια γεύματα ήταν τρία: πρόγευμα, μεσημεριανό και δείπνο, καθώς επίσης συνοδευτικά ήταν το ‘’βουκκάκρατο’’ πριν από το πρωινό – ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και  το ‘’δειλινό’’-ένα πρόχειρο γεύμα πριν από το δείπνο. «Το αρχοντικό τραπέζι» ήταν πλουσιοπάροχο. Ήταν όμορφα στολισμένο με κεντητό τραπεζομάντηλο, ξύλινες καρέκλες, πολυτελή σκεύη μαγειρικής ενώ τα σερβίτσια ήταν ασημένια ή ολόχρυσα και τα ποτήρια από χρωματιστό γυαλί. Όλοι οι καλεσμένοι έβγαζαν τα παπούτσια τους και πριν από το δείπνο έλεγαν την προσευχή.    Τα φαγητά ήταν τέλεια μαγειρεμένα από εκλεκτούς μάγειρες με ζεστά ψωμάκια, εξαίσιες σάλτσες, σαλάτες, τυριά, πλήθος μπαχαρικών και καρυκεύματα για πιο νόστιμη γεύση, τα οποία τα σέρβιραν βοηθοί σερβιτόροι. Ακόμα το ξύδι ήταν απαραίτητο προϊόν γαρνιρίσματος ενώ το μαύρο χαβιάρι και το τυρί κατείχαν εξέχουσα θέση στο τραπέζι. Ιδιαίτερα αγαπητά πιάτα στους Βυζαντινούς ήταν το ψάρι, το κατσικάκι με σκόρδο, το ψητό γουρουνόπουλου και τα πουλερικά. Το λάδι  ήταν και τότε η βάση της διατροφής. Το πλούσιο γεύμα συνοδευόταν από γλυκά κάθε είδους και φαντασίας.
         «Το τραπέζι των απλών ανθρώπων» γινόταν σε λιτά σπίτια χαμηλά ή τριώροφα συνήθως τρίκλινα. Το τραπέζι ‘’του φτωχού’’ δεν ήταν τόσο εντυπωσιακό, όσο του πλουσίου. Οι Βυζαντινοί υπήκοοι σύχναζαν στην αγορά στο Φόρουμ του Θεοδοσίου, όπου πουλούσαν καπνιστά κρέατα, τυριά, βούτυρο, όσπρια, ζεστές σούπες, ψάρι, γλύκα, ενώ μάγισσες πουλούσαν μαγικά φίλτρα. Υπήρχαν πολλές ταβέρνες που προσέφεραν  γλυκό κρασί και βραστά όσπρια που ήταν επίσης συνηθισμένο πιάτο. Βάση της διατροφής ήταν το ψωμί και τα λαχανικά. Πιάτα με κρέας κυριαρχούσαν στο εορταστικό τραπέζι. Έκτρεφαν οι ίδιοι τα πουλερικά, από το γάλα έφτιαχναν τυριά, πάστωναν το χοιρινό κρέας και αγαπούσαν ιδιαίτερα τα θαλασσινά. Τα γλυκίσματα δεν έλειπαν από το Βυζαντινό διαιτολόγιο. Το μέλι ήταν η κατ’ εξοχήν βάση για τα γλυκά. Τα συνηθέστερα γλυκά όπως: χυλός από αλεύρι με μέλι και σταφίδες, γλυκίσματα με ξηρούς καρπού, το ρυζόγαλο συνοδεύονταν από το αγαπητό τους γλυκό κρασί. Έφτιαχναν κρασί όχι μόνο από σταφύλια αλλά και από φρούτα, έπιναν ακόμα ζύθο από κριθάρι, κοκτέιλ από οινομέλι, ηδύποτα, αναψυκτικά και ροδόνερο.
          Το φαγητό στο Βυζάντιο αποτελούσε στοιχείο πολιτισμού. Στόχος της θρησκείας ήταν η εγκράτεια και η νηστεία. Ο ποιητής Πτωχοπρόδρομος ήταν χαρακτηριστικός  για τη πείνα του. Το φαγητό δέσποζε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα καθώς και σε κηδείες. Επίσης έδιναν αφροδισιακές ιδιότητες σε τροφές όπως το μήλο, ενώ οι τροφές αποτελούσαν και αντικείμενο ερμηνείας ονείρων.
       Γιάννης Βασιλάκος, Ναταλία Ξανθοπούλου, Νικόλας Λεράκης, Δέσποινα Ριμπιακόβα, Β΄ τάξη





Η διατροφή στο Μεσαίωνα

Όπως και στους Ρωμαίους, έτσι και στους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα αρέσει να ψάχνουν σπάνιες γεύσεις. Την εποχή αυτή ελάχιστες είναι οι καινοτομίες στη μαγειρική. Κατά το Μεσαίωνα, αναδείχτηκαν τα μοναστήρια ως φύλακες της παράδοσης. Οι μοναχοί δεν διέσωσαν μόνο χειρόγραφα, αλλά και συνταγές, τις οποίες φρόντιζαν να εμπλουτίζουν. Οι Ιταλοί με το εμπόριο απέκτησαν πολλά πλούτη και εκλέπτυναν την κουζίνα τους. Έτσι αναπτύχθηκε η πρώτη πραγματική τέχνη της μαγειρικής σε ένα δυτικό κράτος. Η διατροφή του Μεσαίωνα ηταν φτωχή σε κορεσμένα λίπη και πλούσια σε λαχανικά και όσπρια. Οι πλούσιοι της εποχής περιφρονούσαν τα λαχανικά και προτιμούσαν για το τραπέζι τους τεράστιες ποσότητες κρέατος και ψαριών. Μάλιστα, τα περισσότερα ήταν παστά, καθώς το αλάτι βοηθούσε στη συντήρησή τους στο χρόνο. Μετά από αυτά συνέχιζαν τα λουκούλεια γεύματα με είδη ζαχαροπλαστικής γεμάτα ζάχαρη και κρέμα. Τα γεύματά τους συνόδευαν με πανάκριβα κρασιά και τα επτά με οκτώ ποτήρια μπύρες που κατανάλωναν καθημερινά.

         Κωνσταντίνα Τοπουζίδη, Ειρήνη Σουλιούδη, Γιάννης Τσούλφας, Α4

 




Η διατροφή στην Αναγέννηση

Μετά τις Ανακαλύψεις του 14ου και 15ου αιώνα, υπήρξε εισαγωγή και ανταλλαγή διαφορετικών ειδών προϊόντων στην Ευρώπη, πράγμα που επηρέασε τον τρόπο διατροφής των λαών. Οι Ισπανοί ήταν εκείνοι που εισήγαγαν νέα είδη φυτών στην Ευρώπη, όπως το καλαμπόκι από την Αφρική και τα φιστίκια και τα φασόλια από την Κίνα. Την ίδια εποχή στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα στις μεθόδους παρασκευής των τροφίμων και στον τρόπο παρουσίασης του φαγητού. Η κομψότητα και το εκλεπτυσμένο γούστο της περιόδου αυτής ήταν εμφανή στα γεύματα και τις συνεστιάσεις. Παράλληλα, η ανακάλυψη της τυπογραφίας διευκόλυνε τη διάδοση των νέων μεθόδων παρασκευής και συντήρησης των τροφίμων.
Το 15ο και 16ο αιώνα ιδρύθηκαν τα πρώτα εργοστάσια ζάχαρης στο Λονδίνο και αναπτύχθηκε σημαντικά η βιομηχανία αλλαντικών στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου XV (1710-1744), η Γαλλική κουζίνα έφτασε στο αποκορύφωμά της. Πολλές καινούργιες συνταγές πήραν το όνομα διάσημων ανθρώπων. Πολλοί μεγάλοι μάγειροι έγραψαν βιβλία μαγειρικής και υπηρέτησαν το 17ο και 18ο αιώνα στις μεγάλες αυλές ηγεμόνων σε ολόκληρη την Ευρώπη.

         Κωνσταντίνα Τοπουζίδη, Ειρήνη Σουλιούδη, Γιάννης Τσούλφας, Α4






Η διατροφή στη νεότερη και σύγχρονη εποχή (19ος αι. έως και σήμερα)

            Από το 19ο αιώνα υπάρχει εκβιομηχάνιση της γεωργίας και μια συνακόλουθη εξέλιξη του κλαδου της βιομηχανίας τροφίμων, που συντέλεσε στην αναβάθμιση της ποιότητας, της ποσότητας και της ποικιλίας των αγαθών που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για τη διατροφή του.
            Στον  20ο αιώνα, η επιστήμη της διατροφής αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα. Πολύ σημαντική πρόοδος στη γνώση περί διατροφής σημειώθηκε μεταξύ 1910  κα 1969, ιδιαίτερα με την ανακάλυψη ειδικών θρεπτικών συστατικών και την επίγνωση της βιοχημικής τους σχέσης με την ανθρώπινη υγεία. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αναπτύξει την επιστήμη της Τεχνολογίας των Τροφίμων, η οποία έχει ως αντικείμενό της το χειρισμό, την επεξεργασία, τη μεταποίηση και τη συντήρηση των τροφίμων.
            Επίσης έχουν δημιουργηθεί τα περίφημα «λειτουργικά τρόφιμα» και έχουν ανακαλυφθεί οι λεγόμενες «υπερτροφές». Τέλος, έχει γίνει πλέον απόλυτα συνειδητή η σχεση της διατροφής με την υγεία.

        Κωνσταντίνα Τοπουζίδη, Ειρήνη Σουλιούδη, Γιάννης Τσούλφας, Α4




ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ



Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΊΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Μινωική διατροφή

Αν κάποιος μελετήσει την κρητική διατροφή, διαπιστώνει ότι υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στις διατροφικές συνήθειες του παρόντος με αυτές του μακρινού παρελθόντος. Βέβαια, δεκάδες είδη φρούτων, λαχανικών και καρυκευμάτων τα οποία ήταν άγνωστα στους Μινωίτες, σήμερα θεωρούνται δεδομένα. Παρόλα’ αυτά, όχι μόνο οι βασικές τροφές, αλλά και πολλά αρτύματά τους συμπεριλαμβάνονται διαχρονικά στην κρητική διατροφή.
Στην 6η χιλιετία π.Χ., τέσερις χιλιάδες χρόνια πριν χτιστεί το ανάκτορο της Κνωσού, οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής καλλιεργούσαν κριθάρι και δίκοκκο σιτάρι. Είχαν βρει ένα είδος λεπυρού σιταριού, το οποίο πρέπει να έφεραν μαζί με τα κοπάδια τους (πρόβατα, κατσίκες, ακόμη και αγελάδες) από τη Μικρά Ασία. Μέχρι το 3500 π.Χ. ο λαός αυτός είχε εξημερώσει το αμπέλι και την επόμενη χιλιετία εξημέρωσε την άγρια ελιά σε ένα δέντρο που έδινε λάδι και βρώσιμο καρπό. Γύρω στο 2000 π.Χ., την εποχή που χτίζονταν τα πρώτα μεγάλα παλάτια της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων, είχαν ήδη κατασκευάσει ελαιοτριβεία και πιεστήρια σταφυλιών, εκμεταλλευόμεοι τη φυσική κλίση των βράχων.
Οι νωπογραφίες της Κνωσού, οι απεικονίσεις στα βάζα και στις σαρκοφάγους και το είδος των κεραμεικών δοχείων που βρέθηκαν σε όλα τα μινωικά ανάκτορα μάς δηλώνον ότι το λάδι και το κρασί ήταν απαραίτητα στοιχεία τόσο της καθημερινής ζωής όσο και των θρησκευτικών ιεροτελεστιών. Αποθήκες γεμάτες τεράστιους πίθους για λάδι και άλλες βασικές τροφές βρίσκονται ακόμα στη θέση τους σε μερικές κατεστραμμένες αποθήκες. Στη Φαιστό, για παράδειγμα, οι πίθοι μπορεί να είχαν το ίδιο ύψος με τους κατασκευαστές τους, γι’ αυτό συνοδεύονταν από ένα ξύλινο σκαμνία, πάνω στο οποίο έπρεπε να σταθεί ο υπηρέτης για να βγάλει το λάδι και ένα αυλάκι για να μαζεύεται ό,τι χυνόταν. Η μοριακή εξέταση στα υπολείμματα των πήλινων μαγειρικών σκευών απέδειξε πρόσφατα ότι οι Μινωίτες πράγματι μαγείρευαν με λάδι, καθώς και ότι δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο ως βάση για αρωματικές αλοιφές τις οποίες εξήγαν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ της μετανακτορικής περιόδου στην Κνωσό καταγράφονται πολλά αρωματικά βότανα και μπαχαρικά, τα οποία ήταν αποθηκευμένα ή είχαν εισαχθεί στην Κρήτη, π.χ. κορίανδρος, σέλινο, μάραθος, άνηθος, κύμινι, δυόσμος, που χρησιμοποιούνται ακόμη στην κρητική κουζίνα. Ενώ τα δοχεία για λάδι ήταν απλώς χρηστικά, τα δοχεία για το κρασί δείχνουν πόσο τιμούσαν το ποτό αυτό.  
Στα παλάτια και στους ιερούς τόπους βρέθηκε ένα αντικείμενο που συνδέει το φαγητό με τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς που προστάτευε τη γονιμότητα. Αυτό ήταν ο κέρνος, ένα σταθερό τραπέζι ή δίσκος που χρησιμοποιούσαν για προσφορές. Η επιφάνειά του ήταν φτιαγμένη από στρογγυλές κοιλότητες, κάθε μία από τις οποίες γέμιζαν με σπόρους, δημητριακά, καρύδια, φασόλια, σταφύλια, ελιές και το αφιέρωναν στη θεά για να ευλογήσει τη σπορά ή το θερισμό. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν μια βαθύτερη κοιλότητα στο κέντρο για το κρασί.
Επίσης, ο πλούτος της θάλασσας συμπεριλαμβανόταν στην κρητική διατροφή. Γνωρίζουμε ότι έτρωγαν χταπόδια, τα οποία κοσμούν πολλά αγγεία τους, καθώς επίσης και αχινούς, κελύφη των οποίων βρέθηκαν ανάμεσα στα συντρίμμια των ανακτόρων. Τα σαλιγκάρια, επίσης, είναι αγαπημένο φαγητό των Κρητικών, διαχρονικά. Όσο για τα κρέας, οι Μινωίτες έτρωγαν κατσίκια, αρνιά και ταύρους. Γνωρίζουμε ακόμη ότι είχαν βρει τον τρόπο για να φτιάνουν τυρί, επειδή ανάμεσα στα ευρήματα του παλατιού βρέθηκαν στραγγιστήρια τυριού. Τέλος, είχαν κυψέλες για το μέλι.
                                                                                                               Γιώργος Μάγγας, Β2

Η κρητική διατροφή στην αρχαιότητα (μετά τη μινωική περίοδο)

Γύρω στο 15ο αι. π.Χ., οι Μινωίτες κατακτήθηκαν από τους Μυκηναίους και λίγο μετά τον Τρωικό Πόλεμο από τους Δωριείς. Την εποχή αυτή γνωρίζουμε από πηγές μερικά από τα πιάτα που υπήρχαν στα κρητικά τραπέζια, τουλάζιστον στα πιο πλούσια. Κάθε είδους κυνήγι συμπλήρωνε το περιστασιακό ψητόαρνί ή βόδι της θυσίας, κυρίως λαγοί και κρι κρι ή αγριοκάτσικα. Τα πουλιά που κυνηγούσαν ήταν κυρίως περιστέρια, πάπιες, χήνες και ορτύκια.
Από τον 7ο αι. π.Χ. γνωρίζουμε ότι οι Κρήτες διέθεταν ορνιθώνες, επομένως ενέταξαν στη διατροφή τους το αυγό και την κοτόσουπα. Πολύ διαδεδομένα επίσης ήταν το τυρί και το γιαούρτι. Μάλιστα, σε πολλά αρχαία κείμενα υπάρχουν αρκετές αναφορές στις «μικρές πίτες με σησάμι», που θα πρέπει να έμοιαζαν πολύ με κρητικά καλιτσούνια.
Όσο για τα φρούτα και τα λαχανικά, ξέρουμε ότι καλλιεργούσαν κρεμμύδια, μαρούλια, παντζάριακαι σπαράγγια. Το ψωμί υπήρχε σε πολλά διαφορετικά είδη, με ή χωρίς προζύμι: ψητό στο φούρνο, σε πήλινο σκεύος ή σε ταψάκι. Επίσης, ο τραχανάς και το πλιγούρι φτιάχνονταν από δίκοκκο σιτάρι. Τα παξιμάδια όμως δεν εμφανίζονται νωρίτερα από το 2ο αιώνα μ.Χ.
Το 67 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Κρήτη και ο κάμπος της Μεσαράς έγινε ένας από τους σιτοβολώνες της αυτοκρατορίας. Επίσης, οι θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών και των βοτάνων της Κρήτης ήταν ήδη γνωστές.
                                                                                                         Νίκος Μπουραζάνης, Β2

Βυζαντινή περίοδος και Αραβικής κατοχής

Τη βυζαντινή περίοδο η διατροφή των Κρητών επηρεάστηκε από τη χριστιανική θρησκεία, καθώς όταν ο Μ. Κωνσταντίνος επισημοποίησε το χριστιανισμό, στάλθηκαν ιερείς σε όλη την αυτοκρατορία για να την απαλλάξουν από τα παγανιστικά έθιμα.
Την περίοδο της αραβικής κατοχής έχουμε κάποιες αραβικές επιρροές στην κρητική διατροφή, όπως για παράδειγμα το μείγμα γλυκού και πικάντικου που παρατηρείται στο έθιμο να σερβίρεται στους καλεμένους στους γάμους ένα κομμάτι αρνί βουτηγμένο σε μέλι ή στα διάφορα φαγητά που περιέχουν πράσινες ελιές όπως το μαροκινό tajine.
Το 961 όμως οι Βυζαντινοί επέστρεψαν και στο πλαίσιο της κρητικής διατροφής εντάχθηκε η νηστεία. Ένα κρητικό πιάτο που προέρχεται από τη βυζαντινή περίοδο είναι ο τζουλαμάς, μια πίτα με στρώσεις από χοιρινό συκώτι, ρύζι, σταφύδες και καρύδια. Επίσης, οι ντολμάδες με αμπελόφυλλα ή άλλα φύλλα και γέμιση από ρύζι είναι άλλη μια επινόηση των Βυζαντινών. Το ρύζι, το οποίο προήλθε από την Ινδία και την Άπω Ανατολή, το έφεραν οι Άραβες, αλλά αποτέλεσε βασικό είδος διατροφής μόνο κατά την Ενετοκρατία.  
                                                                                                                Κέλλυ Μανιάκα, Β2

Ενετοκρατία

Η Βενετία μετά την Τέταρτη Σταυροφορία κατέκτησε την Κρήτη και την έκανε βάση για τους θαλάσσιους δρόμους. Οι Ενετοί, ωστόσο, φέρονταν απάνθρωπα στους Κρήτες, γι’ αυτό οι τελευταίοι επαναστάτησαν αρκετές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όμως μπροστά στην απειλή των Οθωμανών οι σχέσεις μεταξύ Ενετών και Κρητών αποκαταστάθηκαν και το νησί άρχισε να ευημερεί. Η παραγωγή άρχισε να αυξάνεται με κύρια προϊόντα το κρασί, τα εσπεριδοειδή, τα φρούτα και το μέλι. Ωστόσο, η Βενετία δεν άσκησε μεγάλη επιρροή στην κρητική κουζίνα.

Οθωμανική Κατοχή (1669-1898)

Την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, η ζωή των Κρητών άλλαξε αρκετά, καθώς το 1/3 από αυτούς ασπάστηκε τον ισλαμισμό.
 Η παραγωγή κρασιού την εποχή αυτή συνεχίστηκε, αλλά μόνο σε οικογενειακό επίπεδο, καθώς ο πασάς δεν ασχολήθηκε με το εμπόριο κρασιού. Το 18ο αιώνα έχουμε μεγάλη παραγωγή λαδιού, το οποίο μάλιστα εξαγόταν στη Δύση. Επίσης, οι Κρητικοί εξήγαν βαρέλια με χυμό λεμονιού στην Κωνσταντινούπολη. Συνεχιζόταν, επίσης, η παραγωγή δημητριακών. Στις γιορτές τους έσφαζαν αρνιά ή προβατίνες. Ακόμη, τηρούσαν τη νηστεία της Σαρακοστής.


20ος αιώνας

Το 1898 οι Μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, έδιωξαν τον πασά και ανακήρυξαν το νησί σε Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία. Η Ένωση πραγματοποιήθηκε τελικά το 1913.  Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, 30.000 μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη, ενώ 13.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας ήρθαν να εγκατασταθούν στο νησί. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες ανάμεσα στην κρητική και τη μικρασιατική κουζίνα. Χρησιμοποιούνται τα μπαχαρικά, κυρίως το κύμινο, και γίνονται δημοφιλή πιάτα όπως τα σμυρνέικα σουτζουκάκια. Πιλάφια εμπλουτισμένα με κουκουνάρι και σταφίδες, κομματάκια καρότου στην κοτόσουπα ή τη σούπα με αρνί, ψάρι τυλιγμένο σε αμπελόφυλλα, σάλτσες αυγολέμονο, χαλβάς με πολλά καρυκεύματα και όλα τα ανατολίτικα γλυκά, ο μπακλαβάς και τα υπόλοιπα γλυκά με σιρόπι είναι μερικά από τα φαγητά που μεταφέρονται στην Κρήτη από τη Μικρά Ασία. Πιστεύεται ότι ο λόγος για τον οποίο στην Ανατολική Κρήτη χρησιμοποιούν πολύ κύμινο είναι γιατί εκεί εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι πρόσφυγες.
Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, οι Κρητικοί έζησαν με τα «φαγητά της φτώχειας», που φτιάχνονταν με λαχανικά, δημητριακό και ελαιόλαδο, πράγμα που τους κράτησε ζωντανούς και υγιείς.
Τη δεκαετία του ’60 δημιουργήθηκαν πολλά θερμοκήπια από την Ιεράπετρα μέχρι τη Φαιστό για την παραγωγή πρώιμων φρούτων και λαχανικών για τις βόρειες αγορές. Επίσης, η τουριστική ανάπτυξη απομάκρυνε σιγά-σιγά τους Κρητικούς από τον παραδοσιακό τρόπο διατροφής τους, που φημίζεται για τα οφέλη που έχει στην υγεία. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, λόγω της φήμης που έχει αποκτήσει η κρητική διατροφή, υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση για την τοπική διατροφή και μια τάση επιστροφής στον παραδοσιακό τρόπο και τη χρήση αγνών υλικών για την παρασκευή του φαγητού.
                                                                                                        Γιάννης Ασλάνογλου, Β1
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου